- ενεικονίζω
- ἐνεικονίζω (Α)1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας»)2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῑ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῑς ἑτέρων», Πλούτ.)4. μέσ. ενεικονίζομαιπαριστάνω, παρουσιάζω ως εικόνα.
Dictionary of Greek. 2013.